προκλινής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προκλινής | η | προκλινής | το | προκλινές |
γενική | του | προκλινούς* | της | προκλινούς | του | προκλινούς |
αιτιατική | τον | προκλινή | την | προκλινή | το | προκλινές |
κλητική | προκλινή(ς) | προκλινής | προκλινές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προκλινείς | οι | προκλινείς | τα | προκλινή |
γενική | των | προκλινών | των | προκλινών | των | προκλινών |
αιτιατική | τους | προκλινείς | τις | προκλινείς | τα | προκλινή |
κλητική | προκλινείς | προκλινείς | προκλινή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προκλινής < αρχαία ελληνική προκλίνω + -ής < πρό + κλίνω
Επίθετο επεξεργασία
προκλινής
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προκλινής
|