Δείτε επίσης: προσκαθήμενος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προκαθήμενος οι προκαθήμενοι
      γενική του προκαθήμενου
προκαθημένου
των προκαθήμενων
προκαθημένων
    αιτιατική τον προκαθήμενο τους προκαθήμενους
προκαθημένους
     κλητική προκαθήμενε προκαθήμενοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προκαθήμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προκαθήμενοι (άρχοντες) < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προκάθημαι[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.kaˈθi.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐κα‐θή‐με‐νος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προκαθήμενος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία