καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προθώραξ οἱ προθώρακες
      γενική τοῦ προθώρακος τῶν προθωράκων
      δοτική τῷ προθώρακι τοῖς προθώραξι(ν)
    αιτιατική τὸν προθώρακα τοὺς προθώρακας
     κλητική ! προθώραξ προθώρακες
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προθώραξ (μαρτυρείται από το 1873) [1] < → και δείτε τη λέξη προθώρακας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προθώραξ, -ακος αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 846, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου