προημιτελικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπροημιτελικός
- (αθλητισμός) που αναφέρεται στους αγώνες για την πρόκριση στον προημιτελικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροημιτελικός αρσενικό
- (αθλητισμός) αγώνας για την πρόκριση του ενός εκ των δύο αντιπάλων στον ημιτελικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προημιτελικός