Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προεγγραφή οι προεγγραφές
      γενική της προεγγραφής των προεγγραφών
    αιτιατική την προεγγραφή τις προεγγραφές
     κλητική προεγγραφή προεγγραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προεγγραφή < προ- + εγγραφή < ελληνιστική κοινή προεγγράφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προεγγραφή θηλυκό

  1. η εκ των προτέρων εγγραφή σε κατάλογο, σε λίστα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία