προδόρπιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | προδόρπιον | τὰ | προδόρπια | ||||
γενική | τοῦ | προδορπίου | τῶν | προδορπίων | ||||
δοτική | τῷ | προδορπίῳ | τοῖς | προδορπίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | προδόρπιον | τὰ | προδόρπια | ||||
κλητική ὦ! | προδόρπιον | προδόρπια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προδόρπιον < {{ety|grc-koi|kath|προδόρπια]] (πληθυντικός) + -ιον για το σχηματισμό ενικού → και δείτε τη λέξη προδόρπιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροδόρπιον, -ίου ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- προδόρπια (& 2. νεώτ.[ερον] προδόρπιον) - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .