προδάσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προδάσος | τα | προδάση |
γενική | του | προδάσους | των | προδασών |
αιτιατική | το | προδάσος | τα | προδάση |
κλητική | προδάσος | προδάση | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προδάσος < προ- + δάσος. Στη σύνθεση δεν υπάρχει ανέβασμα του τόνου, όπως συμβαίνει σε πολλούς σύγχρονους όρους με προ-.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾoˈða.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐δά‐σος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροδάσος ουδέτερο
- (νεολογισμός) τεχνητό δάσος που φυτεύεται σε μία περιοχή πριν τη φύτευση των μόνιμων δέντρων για την προετοιμασία του εδάφους
- ※ Τουλάχιστον 20 χρόνια θα πρέπει να περάσουν για ν΄ αρχίσει η αναδάσωση της Πάρνηθας με έλατα, καθώς οι ειδικοί προτείνουν τη δημιουργία προδάσους ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες σκίασης για την ανάπτυξη ελάτων. (Η επόμενη ημέρα, Τα Νέα, 5 Ιουλίου 2007)
Μεταφράσεις
επεξεργασία προδάσος
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr