Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προβηγκιανός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προβηγκιαν
ός
η
προβηγκιαν
ή
το
προβηγκιαν
ό
γενική
του
προβηγκιαν
ού
της
προβηγκιαν
ής
του
προβηγκιαν
ού
αιτιατική
τον
προβηγκιαν
ό
την
προβηγκιαν
ή
το
προβηγκιαν
ό
κλητική
προβηγκιαν
έ
προβηγκιαν
ή
προβηγκιαν
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προβηγκιαν
οί
οι
προβηγκιαν
ές
τα
προβηγκιαν
ά
γενική
των
προβηγκιαν
ών
των
προβηγκιαν
ών
των
προβηγκιαν
ών
αιτιατική
τους
προβηγκιαν
ούς
τις
προβηγκιαν
ές
τα
προβηγκιαν
ά
κλητική
προβηγκιαν
οί
προβηγκιαν
ές
προβηγκιαν
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
προβηγκιανός
<
Προβηγκία
Επίθετο
επεξεργασία
προβηγκιανός, -ή, -ό
σχετικός με την
Προβηγκία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προβηγκιανός
γαλλικά
:
provençal
(fr)