Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρασόπιτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πρασόπιτ
α
οι
πρασόπιτ
ες
γενική
της
πρασόπιτ
ας
των
(
πρασοπιτ
ών
)
αιτιατική
την
πρασόπιτ
α
τις
πρασόπιτ
ες
κλητική
πρασόπιτ
α
πρασόπιτ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πρασόπιτα
<
πράσ(ο)
+
-ό-
+
πίτα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πρασόπιτα
θηλυκό
(
γαστρονομία
)
πίτα
με βασικό
υλικό
το
πράσο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
πράσο
και
πίτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρασόπιτα