Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρασινοφρουρός οι πρασινοφρουροί
      γενική του πρασινοφρουρού των πρασινοφρουρών
    αιτιατική τον πρασινοφρουρό τους πρασινοφρουρούς
     κλητική πρασινοφρουρέ πρασινοφρουροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρασινοφρουρός, < πρασινο- + φρουρός, κατά το ερυθροφρουρός, νεολογισμός της δεκαετίας 1980

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾa.si.no.fɾuˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρα‐σι‐νο‐φρου‐ρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρασινοφρουρός αρσενικό

  1. (πολιτική): στέλεχος του κόμματος ΠΑΣΟΚ εντεταλμένο στον εργασιακό ή σπουδαστικό του χώρο να προωθεί και να διαφυλάττει τη γραμμή του κόμματος
  2. (συνεκδοχικά) μάχιμος οπαδός, ένθερμος υποστηρικτής, του ΠΑΣΟΚ
    ※  Τώρα ο πρασινοφρουρός μου 'γινε Συριζαίος και βρίζει τα λαμόγια του Πασόκ (Θωμάς Ψύρρας, Θα βοσκήσω το μαύρο, εκδ. Μεταίχμιο, 2017 [1])

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία