Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πραξικοπηματικός η πραξικοπηματική το πραξικοπηματικό
      γενική του πραξικοπηματικού της πραξικοπηματικής του πραξικοπηματικού
    αιτιατική τον πραξικοπηματικό την πραξικοπηματική το πραξικοπηματικό
     κλητική πραξικοπηματικέ πραξικοπηματική πραξικοπηματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πραξικοπηματικοί οι πραξικοπηματικές τα πραξικοπηματικά
      γενική των πραξικοπηματικών των πραξικοπηματικών των πραξικοπηματικών
    αιτιατική τους πραξικοπηματικούς τις πραξικοπηματικές τα πραξικοπηματικά
     κλητική πραξικοπηματικοί πραξικοπηματικές πραξικοπηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πραξικοπηματικός < πραξικόπημα + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

πραξικοπηματικός

  1. που έχει σχέση με πραξικόπημα ή αναφέρεται σ’ αυτό
  2. (μεταφορικά) αιφνίδιος, αυθαίρετος, δόλιος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία