πραξικοπηματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πραξικοπηματικός < πραξικόπημα + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
πραξικοπηματικός
- που έχει σχέση με πραξικόπημα ή αναφέρεται σ’ αυτό
- (μεταφορικά) αιφνίδιος, αυθαίρετος, δόλιος
Συγγενικά επεξεργασία
- πραξικοπηματικά
- πραξικοπηματικώς
- → δείτε τις λέξεις πραξικόπημα, πράττω και κόβω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πραξικοπηματικός
|