πραγματευτής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπραγματευτής αρσενικό
- (επάγγελμα) μορφή του πραματευτής χωρίς αφομοίωση του γάμα
- ※ 15ος αιώνας ⌘ Γεώργιος Χοῦμνος, Κοσμογονία, 1583
- Πραγματευτάδες, ξεύρετε […]
- ※ 15ος αιώνας ⌘ Γεώργιος Χοῦμνος, Κοσμογονία, 1583
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- πραγματευτάδες (πληθυντικός)
Πηγές
επεξεργασία- πραματευτής (& πραγμ-) - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
πραγμᾰτευτα- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | πραγματευτής | οἱ | πραγματευταί | ||||
γενική | τοῦ | πραγματευτοῦ | τῶν | πραγματευτῶν | ||||
δοτική | τῷ | πραγματευτῇ | τοῖς | πραγματευταῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | πραγματευτήν | τοὺς | πραγματευτᾱ́ς | ||||
κλητική ὦ! | πραγματευτᾰ́ | πραγματευταί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πραγματευτᾱ́ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πραγματευταῖν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πραγματευτής < αρχαία ελληνική πραγματεύ(ομαι) + -τής < πρᾶγμα
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: πραματευτής ⇒ νέα ελληνικά: πραματευτής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπραγματευτής, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (επάγγελμα) ο ασχολούμενος με το εμπόριο, άνθρωπος του εμπορίου, εμπορρικός αντιπρόσωπος, εμπορικός πράκτορας
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος Περὶ τοῦ μὴ δεῖν δανείζεσθαι, 831.A.2
- ἄλλος δ΄ ἐξ ἄλλου δέχεται τοκιστὴς ἢ πραγματευτὴς
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος Περὶ τοῦ μὴ δεῖν δανείζεσθαι, 831.A.2
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις πραγματεύομαι και πρᾶγμα
Πηγές
επεξεργασία- πραγματευτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.