πραγματευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πραγματευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πραγματεύομαι
Μετοχή επεξεργασία
πραγματευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πραγματεύομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
πραγματευμένος
|
πραγματευμένος, -η, -ο
|