πούρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πούρι < μεσαιωνική ελληνική < → λείπει η ετυμολογία
Μόριο επεξεργασία
πούρι
- (παρωχημένο) όθεν, λοιπόν
- (παρωχημένο) άραγε
- (παρωχημένο) βεβαίως, πράγματι
- (παρωχημένο) και όμως
- (παρωχημένο) φτάνει να
Μεταφράσεις επεξεργασία
πούρι
|