Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πούντρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πούντρα θηλυκό

  • H χλίδα. Π.χ. έχει τη Χρυσούλα στην πούντρα, την πηγαίνει στα καλύτερα.

  Μεταφράσεις επεξεργασία