πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πουρναρόψαρο τα πουρναρόψαρα
      γενική του πουρναρόψαρου των πουρναρόψαρων
    αιτιατική το πουρναρόψαρο τα πουρναρόψαρα
     κλητική πουρναρόψαρο πουρναρόψαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πουρναρόψαρο < πουρνάρ(ι) + -ό- + -ψαρο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πουρναρόψαρο ουδέτερο

  • ευφημισμός για το αγριογούρουνο (που ζει ανάμεσα στα πουρνάρια), όταν γίνεται αναφορά σε κατανάλωσή του σε καιρό νηστείας
      Χάριν αστειότητος, οι μοναχοί ονομάζουν το αγριογούρουνο «πουρναρόψαρο». – Θα φάμε πουρναρόψαρο απόψε, λένε μεταξύ τους και λύνονται στα γέλια. (Βασίλης Αλεξάκης, μ.Χ., εκδ. Μεταίχμιο, 2021 )
      Σε μια πλαγιά του Άθω είχα ανακαλύψει κάποτε μια μικρή φάρμα με αγριογούρουνα. Την έχω φωτογραφίσει κιόλας. «Πουρναρόψαρα» μου τα σύστησε ο μοναχός που με συνόδευε (Στο Κάστρο του Θεού, ΤΑ ΝΕΑ, 12 Απριλίου 2012 )

Μεταφράσεις

επεξεργασία