ποτιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ποτιστής | οι | ποτιστές |
γενική | του | ποτιστή | των | ποτιστών |
αιτιατική | τον | ποτιστή | τους | ποτιστές |
κλητική | ποτιστή | ποτιστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ποτιστής < ελληνιστική κοινή ποτιστής[1] [2] < αρχαία ελληνική ποτίζω < πότος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποτιστής αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποτιστής
|
- ↑ ποτιστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ ποτιστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.