Ετυμολογία

επεξεργασία
πορφύρω και φορφύρω με αναδιπλασιασμό του φύρω)

πορφύρω

  1. μελανιάζω, σκοτεινιάζω
  2. αναστατώνομαι, ανησυχώ, ειδικά για τη θάλασσα
  3. καρδιοχτυπώ, έχω παλμούς (στην καρδιά)
  4. (μεταγενέστερη έννοια) παίρνω το πορφυρό χρώμα, κοκκινίζω

Συγγενικά

επεξεργασία