πορφυρένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πορφυρένιος | η | πορφυρένια | το | πορφυρένιο |
γενική | του | πορφυρένιου | της | πορφυρένιας | του | πορφυρένιου |
αιτιατική | τον | πορφυρένιο | την | πορφυρένια | το | πορφυρένιο |
κλητική | πορφυρένιε | πορφυρένια | πορφυρένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πορφυρένιοι | οι | πορφυρένιες | τα | πορφυρένια |
γενική | των | πορφυρένιων | των | πορφυρένιων | των | πορφυρένιων |
αιτιατική | τους | πορφυρένιους | τις | πορφυρένιες | τα | πορφυρένια |
κλητική | πορφυρένιοι | πορφυρένιες | πορφυρένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πορφυρένιος < μεσαιωνική ελληνική πορφυρένιος < αρχαία ελληνική πορφύρα
Επίθετο επεξεργασία
πορφυρένιος, -α, -ο
- ο πορφυρός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πορφύρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πορφυρένιος
|