Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πορνοπεριοδικό
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πορνοπεριοδικ
ό
τα
πορνοπεριοδικ
ά
γενική
του
πορνοπεριοδικ
ού
των
πορνοπεριοδικ
ών
αιτιατική
το
πορνοπεριοδικ
ό
τα
πορνοπεριοδικ
ά
κλητική
πορνοπεριοδικ
ό
πορνοπεριοδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
βουνό
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πορνοπεριοδικό
<
πορνό
+
περιοδικό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πορνοπεριοδικό
ουδέτερο
περιοδικό με
πορνό
περιεχόμενο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πορνοπεριοδικό