πορευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πορευτικός < αρχαία ελληνική πορευτικός < πορεύω < πόρος
Επίθετο επεξεργασία
πορευτικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πορευτικός
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πορευτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.