Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορδίζω < πορδή + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

πορδίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία