Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πονόκαρδος η πονόκαρδη το πονόκαρδο
      γενική του πονόκαρδου της πονόκαρδης του πονόκαρδου
    αιτιατική τον πονόκαρδο την πονόκαρδη το πονόκαρδο
     κλητική πονόκαρδε πονόκαρδη πονόκαρδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πονόκαρδοι οι πονόκαρδες τα πονόκαρδα
      γενική των πονόκαρδων των πονόκαρδων των πονόκαρδων
    αιτιατική τους πονόκαρδους τις πονόκαρδες τα πονόκαρδα
     κλητική πονόκαρδοι πονόκαρδες πονόκαρδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πονόκαρδος < πόνος + -ο- + καρδιά + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

πονόκαρδος

  Μεταφράσεις επεξεργασία