Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /poˈna.ca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐νά‐κια

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πονάκια ουδέτερο

  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πονάκι (συνήθως στον πληθυντικό)
    ※  Στην αρχή τού παραπονέθηκε για πονάκια στο σημείο που της είχαν κάνει την επέμβαση, μα δεν έδωσαν σημασία. Στη συνέχεια οι πόνοι δυνάμωσαν, έγιναν σουβλιές. (Κώστας Αρκουδέας, Παράφορο πάθος, εκδόσεις Καστανιώτη, 2013 [1])