Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυφυλετικός η πολυφυλετική το πολυφυλετικό
      γενική του πολυφυλετικού της πολυφυλετικής του πολυφυλετικού
    αιτιατική τον πολυφυλετικό την πολυφυλετική το πολυφυλετικό
     κλητική πολυφυλετικέ πολυφυλετική πολυφυλετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυφυλετικοί οι πολυφυλετικές τα πολυφυλετικά
      γενική των πολυφυλετικών των πολυφυλετικών των πολυφυλετικών
    αιτιατική τους πολυφυλετικούς τις πολυφυλετικές τα πολυφυλετικά
     κλητική πολυφυλετικοί πολυφυλετικές πολυφυλετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυφυλετικός < πολυ- + φυλετικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

πολυφυλετικός, -ή, -ό

  • που έχει καταγωγή από πολλές φυλές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυφυλετικός αρσενικό

  • μιγάς, άτομο με σύνθετη καταγωγή

Σημειώσεις επεξεργασία

θεωρείται πιο κόσμιος όρος απ' τον όρο μιγάς

  Μεταφράσεις επεξεργασία