πολυφυλετικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυφυλετικός < πολυ- + φυλετικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαπολυφυλετικός, -ή, -ό
- που έχει καταγωγή από πολλές φυλές
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυφυλετικός αρσενικό
- μιγάς, άτομο με σύνθετη καταγωγή
Σημειώσεις
επεξεργασίαθεωρείται πιο κόσμιος όρος απ' τον όρο μιγάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυφυλετικός
|