→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυμουσικός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολυμουσικός αρσενικό

  1. μουσικός που παίζει πολλά μουσικά όργανα
  2. μουσικός δρόμου που παίζει πολλά μουσικά όργανα ταυτόχρονα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία