↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυμεταγγιζόμενος η πολυμεταγγιζόμενη το πολυμεταγγιζόμενο
      γενική του πολυμεταγγιζόμενου της πολυμεταγγιζόμενης του πολυμεταγγιζόμενου
    αιτιατική τον πολυμεταγγιζόμενο την πολυμεταγγιζόμενη το πολυμεταγγιζόμενο
     κλητική πολυμεταγγιζόμενε πολυμεταγγιζόμενη πολυμεταγγιζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυμεταγγιζόμενοι οι πολυμεταγγιζόμενες τα πολυμεταγγιζόμενα
      γενική των πολυμεταγγιζόμενων των πολυμεταγγιζόμενων των πολυμεταγγιζόμενων
    αιτιατική τους πολυμεταγγιζόμενους τις πολυμεταγγιζόμενες τα πολυμεταγγιζόμενα
     κλητική πολυμεταγγιζόμενοι πολυμεταγγιζόμενες πολυμεταγγιζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυμεταγγιζόμενος < λείπει η ετυμολογία

πολυμεταγγιζόμενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία