πολυμεταγγιζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυμεταγγιζόμενος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασίαπολυμεταγγιζόμενος, -η, -ο
- που υφίσταται πολλές μεταγγίσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυμεταγγιζόμενος
πολυμεταγγιζόμενος, -η, -ο