Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολιτειοκρατικός η πολιτειοκρατική το πολιτειοκρατικό
      γενική του πολιτειοκρατικού της πολιτειοκρατικής του πολιτειοκρατικού
    αιτιατική τον πολιτειοκρατικό την πολιτειοκρατική το πολιτειοκρατικό
     κλητική πολιτειοκρατικέ πολιτειοκρατική πολιτειοκρατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολιτειοκρατικοί οι πολιτειοκρατικές τα πολιτειοκρατικά
      γενική των πολιτειοκρατικών των πολιτειοκρατικών των πολιτειοκρατικών
    αιτιατική τους πολιτειοκρατικούς τις πολιτειοκρατικές τα πολιτειοκρατικά
     κλητική πολιτειοκρατικοί πολιτειοκρατικές πολιτειοκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολιτειοκρατικός < πολιτεί(α) + -ο- + κρατικός

  Επίθετο επεξεργασία

πολιτειοκρατικός

  1. που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιτειοκρατία
  2. που είναι υπέρμαχος της πολιτειοκρατίας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία