πολιοεγκεφαλίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολιοεγκεφαλίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polioencephalitis < πολιός + εγκέφαλος + -ίτιδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολιοεγκεφαλίτιδα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολιοεγκεφαλίτιδα