Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολεμόω < ιαπετικής ρίζας -πολ- και πελ-

  Ρήμα επεξεργασία

πολεμόω

  • κάνω κάποιον εχθρό μου, πολέμιό μου

Δείτε επίσης επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • μερικοί τύποι του ρήματος συμπίπτουν με το πολεμέω και είναι αμφίβολο σε ποιο από τα δύο αναφέρονται[1]

Αναφορές επεξεργασία