Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολίτις < λόγιο θηλυκό του πολίτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολίτις θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία