Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποικιλόσχημος η ποικιλόσχημη το ποικιλόσχημο
      γενική του ποικιλόσχημου της ποικιλόσχημης του ποικιλόσχημου
    αιτιατική τον ποικιλόσχημο την ποικιλόσχημη το ποικιλόσχημο
     κλητική ποικιλόσχημε ποικιλόσχημη ποικιλόσχημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποικιλόσχημοι οι ποικιλόσχημες τα ποικιλόσχημα
      γενική των ποικιλόσχημων των ποικιλόσχημων των ποικιλόσχημων
    αιτιατική τους ποικιλόσχημους τις ποικιλόσχημες τα ποικιλόσχημα
     κλητική ποικιλόσχημοι ποικιλόσχημες ποικιλόσχημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποικιλόσχημος < ποικίλ(ος) + -ό- + -σχημος

  Επίθετο επεξεργασία

ποικιλόσχημος, -η, -ο

  • που εμφανίζεται με πολλές μορφές


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία