ποζάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ποζάτος | η | ποζάτη | το | ποζάτο |
γενική | του | ποζάτου | της | ποζάτης | του | ποζάτου |
αιτιατική | τον | ποζάτο | την | ποζάτη | το | ποζάτο |
κλητική | ποζάτε | ποζάτη | ποζάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ποζάτοι | οι | ποζάτες | τα | ποζάτα |
γενική | των | ποζάτων | των | ποζάτων | των | ποζάτων |
αιτιατική | τους | ποζάτους | τις | ποζάτες | τα | ποζάτα |
κλητική | ποζάτοι | ποζάτες | ποζάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαποζάτος, -η, -ο
- που παίρνει μια προσποιητή στάση ώστε να εντυπωσιάσει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πόζα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποζάτος
|