Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποδηγετούμαι, παθητική φωνή του ποδηγετώ

  Ρήμα επεξεργασία

ποδηγετούμαι

→ δείτε τη λέξη ποδηγετώ