ποίμανδρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ποίμανδρος | οι | ποίμανδροι |
γενική | του/της του |
ποιμάνδρου ποίμανδρου |
των | ποιμάνδρων |
αιτιατική | τον/την | ποίμανδρο | τους/τις τους |
ποιμάνδρους ποίμανδρους |
κλητική | ποίμανδρε | ποίμανδροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποίμανδρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποίμανδρος αρσενικό
- ο βοσκός, ο ποιμένας που οδηγεί τους ανθρώπους κατά αγέλες
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποίμανδρος
|