πνευματοποιεῖον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πνευματοποιεῖον < ((οινο) πνεύμα) πνευματο- + -ποιεῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πνευματοποιεῖον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το πνευματοποιείο, το οινοπνευματοποιείο