πνευματοποιεῖον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πνευματοποιεῖον < ((οινο) πνεύμα) πνευματο- + -ποιεῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπνευματοποιεῖον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το πνευματοποιείο, το οινοπνευματοποιείο
- ※ Ευτυχήσαμεν όμως να έχωμεν τοιαύτην παρ' ανδρός αμερολήπτου διευθύνοντος εν των καλλιτέρων Πνευματοποιείων [του] Πειραιώς
- Πανταλέων Καμπούρογλου, Ιστορία του Πειραιώς από του 1833-1882 έτους. Αθήνα: Εκ του τυπογραφείου “Ο Ασμοδαίος”, 1884, σ. 86 [1]