↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πνευματοποιείο τα πνευματοποιεία
      γενική του πνευματοποιείου των πνευματοποιείων
    αιτιατική το πνευματοποιείο τα πνευματοποιεία
     κλητική πνευματοποιείο πνευματοποιεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πνευματοποιείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πνευματοποι(εῖον) + -είο. Μορφολογικά αναλύεται σε πνευματο- + -ποιείο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pnev.ma.to.piˈi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πνευ‐μα‐το‐ποι‐εί‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πνευματοποιείο ουδέτερο

  • (σπάνιο) εργαστήριο παρασκευής οινοπνευματωδών ποτών
    ※  Ένα σημαντικό πνευματοποιείο, του γερμανού Σταπ, λειτουργεί στο χιακό συνοικισμό
    Βάσιας Τσοκόπουλος, Πειραιάς, 1835-1870. Εισαγωγή στην ιστορία του ελληνικού Μάντσεστερ. Αθήνα: Καστανιώτης, 1984, σ. 196.

Συνώνυμα

επεξεργασία

{{subst:mtfr}}