πλιγούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλιγούρι | τα | πλιγούρια |
γενική | του | πλιγουριού | των | πλιγουριών |
αιτιατική | το | πλιγούρι | τα | πλιγούρια |
κλητική | πλιγούρι | πλιγούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλιγούρι < οθωμανική τουρκική بورغول (burğul) (τουρκική bulgur) < αραβική برغل (búrğul) < περσική برغول (barğūl)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pliˈɣu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλι‐γού‐ρι
- ομόηχο: Πλιγούρη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλιγούρι ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- πλιγούρι στη Βικιπαίδεια
επώνυμα:
- Πλιγούρης (σπάνιο)
- Μπουλγούρης