Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πληγώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πληγώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πληγώνω
  3. θα πληγώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πληγώνω