Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλεονέχτρα οι πλεονέχτρες
      γενική της πλεονέχτρας
    αιτιατική την πλεονέχτρα τις πλεονέχτρες
     κλητική πλεονέχτρα πλεονέχτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλεονέχτρα < πλεονέχτης + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλεονέχτρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη πλεονέχτης

  Μεταφράσεις επεξεργασία