Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλακάτο τα πλακάτα
      γενική του πλακάτου των πλακάτων
    αιτιατική το πλακάτο τα πλακάτα
     κλητική πλακάτο πλακάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλακάτο < ιταλική placcato[1] < placcare < γαλλική plaquer < plaque < πρωτογερμανική *plaggą

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλακάτο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. πλακάτοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)