πλακάτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλακάτο | τα | πλακάτα |
γενική | του | πλακάτου | των | πλακάτων |
αιτιατική | το | πλακάτο | τα | πλακάτα |
κλητική | πλακάτο | πλακάτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλακάτο ουδέτερο
- (τυπογραφία) χρώμα ή απόχρωση που είναι ενιαία σε όλη την επιφάνεια αναφοράς, χωρίς διαβαθμίσεις
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλακάτο
|
- ↑ πλακάτο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)