Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιόνιο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιόνιο ουδέτερο

  • (φυσική) συντομογραφία του πι-μεσόνιο, υποατομικό σωματίδιο, το ελαφρύτερο από τα μεσόνια

  Μεταφράσεις επεξεργασία