Ετυμολογία

επεξεργασία
πισωπλατίζω < πισω- + πλάτ(η) + -ίζω

πισωπλατίζω, αόρ.: πισωπλάτισα (χωρίς παθητική φωνή)

ebooks.edu.gr. πρόσβαση: 2020-11-29.
  • ※  Δυσκολότερη και επιλεκτική πισωπλατίζω τον εξευτελισμό της δημοφιλέστερης πίτας μας έτσι όπως προσφέρεται πανιασμένη, μαραγκιασμένη, άψητη, από προστυχότατα υλικά, σε ταβέρνες, φούρνους, ορθάδικα fast πιτοπωλεία, caterings διαλογής
    Μαρία Χαραμή, «Ζήτω το σπανάκι», Το Βήμα [διαδικτ. έκδοση] (24 Νοεμβρίου 2008)· πρόσβαση: 2020-11-29.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία