↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πισωδρόμισμα τα πισωδρομίσματα
      γενική του πισωδρομίσματος των πισωδρομισμάτων
    αιτιατική το πισωδρόμισμα τα πισωδρομίσματα
     κλητική πισωδρόμισμα πισωδρομίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πισωδρόμισμα < πισωδρομώ + -ισμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πισωδρόμισμα ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία