Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πισσουρανίτης οι πισσουρανίτες
      γενική του πισσουρανίτη των πισσουρανιτών
    αιτιατική τον πισσουρανίτη τους πισσουρανίτες
     κλητική πισσουρανίτη πισσουρανίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πισσουρανίτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πισσουρανίτης αρσενικό

  • παραλλαγή του ουρανινίτη, χαμηλότερης πυκνότητας, που συχνά συγχέεται με αυτόν

  Μεταφράσεις επεξεργασία