πιοτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πιοτής | οι | πιοτήδες |
γενική | του | πιοτή | των | πιοτήδων |
αιτιατική | τον | πιοτή | τους | πιοτήδες |
κλητική | πιοτή | πιοτήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιοτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιοτής αρσενικό
- (σπάνιο) πότης
- ※ Σκρου, μεθυσμένο, μεθύστακα, πιοτή, πιωμένο, αλκοολικό! Έτσι τον χαρακτήριζαν οι άνθρωποι… (Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα, “Το οποίον, Έρκυνα…”, ένα διήγημα της Αργυρώς Αγγελίνα-Ζωγράφου, 19/5/2018, logografis.gr [1])
- ※ Αργότερα ο Καζαντζάκης τον χαρακτήρισε επιγραμματικά ως «εξαίσιο φαγά, πιοτή, δουλεφταρά κι αλήτη». (Δημήτρης Παγαδάκης, H αληθινή ιστορία του Ζορμπά και ο Καζαντζάκης, ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, 08/02/2018 [2])
- ※ Tην Kυριακή το απόγευμα ο καιρός ήταν χειμωνιάτικος, δεν έβρεχε απλώς, αλλά έριχνε το νερό, με τα σταμνιά”. Πάει το καζάνι έλεγα. Ποιός θα ξεπορτίσει με τέτοιον καιρό; Mόνο “οι κουζουλοί” και “οι πιοτήδες” θα πάνε (Σ’ ένα ρακοκάζανο στο Πετροκέφαλο, αρχείο εφημερίδας Πατρίς, 28/11/2005 [3])
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιοτής
→ δείτε τη λέξη πότης |
Πηγές επεξεργασία
- greek-language.gr [4]