Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιένα οι πιένες
      γενική της πιένας των (πιενών)
    αιτιατική την πιένα τις πιένες
     κλητική πιένα πιένες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιένα < ιταλική piena, θηλυκό του pieno < λατινική plēnus < πρωτοϊταλική *plēnos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pl̥h₁nós (πλήρης)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpçe.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιέ‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιένα θηλυκό

  1. (προφορικό) η μαζική προσέλευση θεατών και κοινού σε θεατρική παράσταση, μουσική συναυλία κ.λπ.
  2. (προφορικό, κατ’ επέκταση) η επιτυχία (εισπρακτική ή άλλη)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία