πηδιόλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πηδιόλα | οι | πηδιόλες |
γενική | της | πηδιόλας | — | |
αιτιατική | την | πηδιόλα | τις | πηδιόλες |
κλητική | πηδιόλα | πηδιόλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πηδιόλα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /piˈðɲo.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πη‐διό‐λα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πηδιόλα θηλυκό
- (χυδαίο, προφορικό) αυτή που πηδιέται- υβριστικός χαρακτηρισμός
- ※ θυμήθηκαν και μια πηδιόλα-αρχιλογίστρια, που επειδή δεν έλαβε αριστοκρατικό γαμήλιο δώρο τους έκραξε αδερφάρες (Ιωάννα Καρυστιάνη, Καιρός σκεπτικός, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011 [1])
- ※ Την αποκαλούσε με φρικτούς χαρακτηρισμούς – γκρούπι, πηδιόλα (Λαρς Κέπλερ, Κυνηγός κουνελιών, Εκδ. Πατάκη, 2019 [2])
Μεταφράσεις επεξεργασία
πηδιόλα
|