πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεϊζαδές οι πεϊζαδέδες
      γενική του πεϊζαδέ των πεϊζαδέδων
    αιτιατική τον πεϊζαδέ τους πεϊζαδέδες
     κλητική πεϊζαδέ πεϊζαδέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πεϊζαδές < τουρκική beyzade < bey + zade (γιος)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεϊζαδές αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία