Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεϊζαδές οι πεϊζαδέδες
      γενική του πεϊζαδέ των πεϊζαδέδων
    αιτιατική τον πεϊζαδέ τους πεϊζαδέδες
     κλητική πεϊζαδέ πεϊζαδέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεϊζαδές < τουρκική beyzade < bey + zade (γιος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεϊζαδές αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία