πεϊζαδές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεϊζαδές αρσενικό
- (παρωχημένο, ιστορία, Τουρκοκρατία) τίτλος πολιτικού ή στρατιωτικού αρχηγού ή προσφώνηση ευγενείας του ίδιου ή απογόνου του
- ※ Ἐγὼ δὲ τότε δυσαρεστηθεὶς εἰς τὴν τύχην μου, κατέβαλον κόπους πολλούς καὶ ἐτύπωσα τὸ Ἐγκόλπιον τῶν ἰατρῶν εἰς δύο τόμους. Μόλις τὸ σύγγραμμα τοῦτο ἐτυπώθη, καὶ ἀμέσως ὁ Καποδίστριας ἐθανατώθη εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ναυπλίου παρὰ τοῦ φίλου μου πεϊζαδὲ Γεωργίου Μαυρομιχάλη τοῦ Σπαρτιάτου ἐν ἔτει 1832, (sic) ἡμερᾳ Κυριακῇ, Σεπτεμβρίου 27. (Διονύσιος Πύρρος, Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν εὐγενέστατον ἄρχοντα τῶν Θεσσαλῶν κύριον Ἀθανάσιον παπα–Πολυμέρου, ἐκ τῆς Τυπογραφίας Ἀγγέλου Ἀγγελίδου, Ἀθήνηθεν 1837, σελ. 45)