πετσόγερος
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πετσόγερος αρσενικό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό στην Κύπρο)
- (για πάρα πολύ ηλικιωμένο άνθρωπο) που έχει μείνει πετσί και κόκαλο
- (υβριστικό) ανόητος γέρος, παλιόγερος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- βρομόγερος
- κακόγερος
- καλόγερος
- κορδόγερος
- λουλόγερος
- λυσσόγερος
- μπαμπόγερος
- μπομπόγερος
- πρωτόγερος
- → και δείτε τις λέξεις πετσίν, πετσίον και γέρος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- πετσόγερος σελ.210, Τόμος 16 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.