Ετυμολογία

επεξεργασία
πετσόγερος < πετσίν ή πετσίον + γέρος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πετσόγερος αρσενικό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό στην Κύπρο)

  1. (για πάρα πολύ ηλικιωμένο άνθρωπο) που έχει μείνει πετσί και κόκαλο
  2. (υβριστικό) ανόητος γέρος, παλιόγερος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία